ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΑ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ
‘’Σε
περίμενα πολύ καιρό, αγαπημένε,
από
τότε που το κορμί μου αλλάζοντας το πρώτο του σχήμα
ετοιμαζόταν
να σε δεχτεί.
Σε
περίμενα πολύ καιρό. Την άνοιξη με τα χελιδόνια,
το
καλοκαίρι με γεμάτα τα χέρια μου ώριμα φρούτα,
το
φθινόπωρο ανοίγοντας πάνω στο νοτισμένο χώμα
τ’
αυλάκια της σποράς,
το
χειμώνα πίνοντας παλιό κόκκινο κρασί.
Μέσα
στο μυαλό μου η ανάσα σου η πρώτη,
και
το πρώτο καλωσόρισμα στον ερχομό σου,
¨έρχεται¨,
έλεγα, ¨έρχεται ο νικητής της μοναξιάς,
της
οδύνης και του θανάτου μου¨.
Κι
όταν ήρθες όλες μου οι αγάπες γλίστρησαν από πάνω μου,
όπως
γλιστράει το νερό πάνω στο γυαλί και δεν αφήνει χνάρι,
κι
απόμεινε μόνο η δική σου η πιο μεγάλη.
Κείνη
που΄ ναι ανείπωτη ακόμα,
γιατί
δεν βρέθηκαν λέξεις ποτέ να την ιστορήσουν,
κι
ούτε στόμα ανθρώπου ευλογήθηκε ποτέ να ομολογήσει.
Ήρθες
κι έθρεψες την μοναξιά μου με τη σιωπή,
κι
ούτε που μου άπλωσες το χέρι.
Το
δρόμο το δικό μου δεν τον καταδέχτηκες,
μήτε
τη γλώσσα την προγονική, παρά απλώνοντας
τα
χέρια σου,
άλλοτε
με κινήσεις ανάλαφρες σαν των φτερών
της
πεταλούδας,
κι
άλλοτε κωπηλατώντας στον αέρα, ιχνογραφείς
τα
δικά σου μονοπάτια.
Έχω
ένα παράπονο, ακριβέ μου, και θα σου το πω.
Δε
μου γύρεψες ποτέ καθαρή αλλαξιά
για
να γυαλιστείς μες στον καθρέφτη.
Κι
όμως είσ’ωραίος,
κι
η ομορφιά σου δεν έχει μέτρο, γιατί περιφρονεί
την
αποδοχή μας.
Μας
χώρισε ένα ποτάμι απελπισία.
Εσύ
στην μίαν όχθη κι εγώ στην άλλη.
Μα
χτίζω ένα γεφύρι να σε φτάσω.
Θα’
ναι γερό γεφύρι, γιατί θα το στοιχειώσω με το κορμί μου.
Κι
εσύ στέκεις εκεί και με κοιτάς ανέκφραστος,
απίστευτα
γνώριμος και παράλογα ξένος.
Σώμα
από μάρμαρο κι από βελούδο,
μάτια
από νερό και νιόκοπη φλούδα πεύκου,
κι
απάνω από το μέτωπο ν’ αφρίζει βουβά,
μια
θάλασσα τρικυμισμένη.
Ο
γιος μου εννιάμισι μόλις χρονών¨.
(Μητέρα:
Βούλα Τσατσαρούνου)
Ο άνθρωπος της βροχής
Άννα
Ραχιώτη, μητέρα αυτιστικού παιδιού
Ήσουν
εκεί, όπως συνήθιζες μόνος
και
έστεκες μέσα στη βροχή.
Τα
ρούχα σου βρεγμένα, κολλούσαν πάνω σου.
Το
κρύο ήταν δυνατό και τα πόδια σου
μες
στα λασπόνερα.
Μα
εσένα ούτε που σε ένοιαζε.
Πότε
χαμογελούσες και πότε μάλωνες
με
τις σταγόνες της βροχής
που
έπεφταν στο πρόσωπό σου.
Τα
μάτια σου ήταν υγρά, τα ανοιγόκλεινες
ξανά
και ξανά, λες και κάτι να ήθελες να διώξεις.
Ήταν
η βροχή ή μήπως δάκρυα
δεν
μπόρεσα να δω.
Φάνταζες υπνωτισμένος από τον ήχο που έκανε
το νερό όπως άγγιζε το χώμα και τα ξερά φύλλα.
Στιγμές στιγμές σε είδα να λικνίζεσαι, λες και
σε είχε συνεπάρει το άκουσμα μιας μελωδίας.
Ήσουν ένα με τη φύση κι έδειχνες μαγεμένος
Πέρασαν κάτι άνθρωποι, σε είδαν
Και
τρομαγμένοι έτρεξαν να φύγουν.
Ίσως
σε πέρασαν για άγριο ζώο,
ίσως
για άγνωστο στοιχειό.
Ήταν
η βροχή, ίσως ήταν που είχε αρχίσει
να
σκοτεινιάζει κιόλας και έτσι δεν μπόρεσαν
να
διακρίνουν ότι ήσουν άνθρωπος.